- δυσανάληπτος
- δυσανάληπτοςhard to recovermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσανάληπτος — δυσανάληπτος, ον (Α) 1. εκείνος τον οποίο δύσκολα ξαναβρίσκει κανείς («δυσανάληπτος μνήμη») 2. φρ. «δυσανάληπτος ἀρρωστία» ασθένεια από την οποία δύσκολα αναλαμβάνει, συνέρχεται κανείς … Dictionary of Greek
δυσαναλήπτως — δυσανάληπτος hard to recover adverbial δυσανάληπτος hard to recover masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάληπτον — δυσανάληπτος hard to recover masc/fem acc sg δυσανάληπτος hard to recover neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαναλήπτοις — δυσανάληπτος hard to recover masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάληπτα — δυσανάληπτος hard to recover neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερύνης — Α (κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων ἤ δυσανάληπτος γέρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς* «ασθενής, λεπτός» με έρρινο ένθημα και κατάλ. ης (πρβλ. αρχ. ινδ. taruna , αβεστ. tauruna «νέος, λεπτός»)] … Dictionary of Greek